Ελληνικά (Ελλάδα) English (UK)

Ριζίτικα - Μοιρολόγια

Ριζίτικα ονομάστηκαν από τους νεότερους μελετητές τα τραγούδια που γεννήθηκαν στην περιοχή των Λευκών Ορέων του Νομού Χανίων. Η ονομασία τους οφείλεται στο ότι είναι προϊόντα της ρίζας, δηλαδή των πρόποδων των βουνών. Μια άλλη εκδοχή θέλει τα ριζίτικα να προέρχονται από την αρχαία Ριζηνία, τα σημερινά Μεσκλά της επαρχίας Κυδωνίας. Τα συνέθεσαν οι ριζίτες, οι κάτοικοι των ψηλών χωριών που διατηρούν ολοζώντανα τα προαιώνια ήθη και έθιμα της Κρήτης. Για την προέλευση των ριζίτικων τραγουδιών δεν έχουμε πολλά εξακριβωμένα στοιχεία. Βέβαιο είναι ότι οι ρίζες τους φτάνουν μέχρι την Βυζαντινή περίοδο, ενώ αρκετοί σύγχρονοι μελετητές έχουν τη γνώμη πως τα ριζίτικα αποτελούν τη συνέχεια των πολεμικών ασμάτων των Δωριαίων, που εγκαταστάθηκαν γύρω στα 1000 π. Χ. στις ορεινές περιοχές των Χανίων και διατήρησαν τις πανάρχαιες παραδόσεις τους αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου. Τα περισσότερα είναι δημιουργήματα των αιώνων της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Τα ριζίτικα τραγουδιούνται acapella, δηλαδή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων. Οι γνωστοί μέχρι σήμερα σκοποί είναι 32 ή λίγο περισσότεροι με μικρές παραλλαγές. Υπάρχουν όμως και άλλα 47 ιδιόμελα τραγούδια του είδους. Η μουσική των ριζίτικων τραγουδιών αποτελεί ένα θέμα με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η μελωδία υποτάσσει το στίχο και τον προσαρμόζει στα δικά της καλούπια.

Έχουμε δύο είδη ριζίτικων τραγουδιών. Αυτά που τραγουδιούνται στην τάβλα, δηλαδή τα επιτραπέζια και λέγονται τραγούδια και αυτά που τραγουδιούνται στην στράτα ή κατά τη διάρκεια πορείας και λέγονται της στράτας. Τα τραγούδια της στράτας τα έλεγαν οι ριζίτες όταν έκαναν μακρινές πορείες από το ένα χωριό στο άλλο, όπως για παράδειγμα στη περίπτωση του γάμου, όπου γινόταν η μεταφορά της προίκας και η γαμήλια πομπή (ψήκι) συνόδευε τη νύφη στο νέο της σπιτικό. Επειδή πολύ συχνά οι μακρινές μετακινήσεις στα ορεινά και δύσβατα μέρη γίνονταν καβάλα σε μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια, η μελωδία των τραγουδιών της στράτας είναι προσαρμοσμένη στο βάδισμα των ζώων αυτών και μοιάζει με έφιππο εμβατήριο. Τα τραγούδια της στράτας έχουν ένα μόνο μουσικό σκοπό, πρωτόγονο, δυναμικό και βαρύ.

Θέματά τους μπορεί να είναι η αγάπη για τη λευτεριά, ο θαυμασμός απέναντι στους ανδρειωμένους, τα συναισθήματα για τη φιλία και τη φιλοξενία, η ποιμενική ζωή, η αγάπη για τη φύση, οι οικογενειακοί δεσμοί κ.α. Υπάρχουν, όμως, και αρκετά που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα της κρητικής ιστορίας. Τα τραγούδια αυτά αποτελούν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, στις γιορτές και τα πανηγύρια, στα βαπτίσια, στους αρραβώνες και στους γάμους.

 

Τα πολύστιχα ιστορικά - αφηγηματικά τραγούδια είναι γνωστά σε όλη την Κρήτη και ονομάζονται Ρίμες. Αναφέρονται σε πρόσωπα ή γεγονότα της κρητικής ιστορίας με τοπική ή ευρύτερη διάσταση, συνεχίζοντας έτσι, την παράδοση της έμμετρης λαϊκής χρονικογραφίας των μεταβυζαντινών χρόνων. Όλα σχεδόν είναι γραμμένα με τον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Όσο πιο εκτενή είναι, τόσο πιο αξιόλογα θεωρούνται, σε αντίθεση με τα ριζίτικα, που η δύναμή τους κρύβεται στην συντομία τους. Τα τραγούδια αυτά, όπως και τα ριζίτικα, αποτελούν μια αξιόλογη πηγή της ιστορικής έρευνας αν και μερικές φορές, λόγω προτεραιότητας του ποιητικού στοιχείου εκφράζουν κάποιες ανακρίβειες. Δίνουν άλλοτε μια πιο πιστή και άλλοτε μια πιο ελεύθερη εικόνα διαφόρων σημαντικών προσωπικοτήτων ή γεγονότων που χάραξαν την πορεία του λαού της Κρήτης ή ολόκληρου του Ελληνισμού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα ρίμας είναι: το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», το «Τραγούδι του πύργου του Αλιδάκη», το «Τραγούδι του Θεοδωρομανώλη» και το «Τραγούδι του Καπετάν Μιχάλη Κόρακα» και άλλα.

 

Τα Μοιρολόγια είναι τα λυπητερά τραγούδια που αναφέρονται στο θάνατο. Άλλοτε απευθύνονται στο εκλιπόν συγγενικό πρόσωπο (μάνα, πατέρα, αδερφό-ή, σύζυγο, γιο, κόρη) κι άλλοτε στον ίδιο το Χάρο ή το Νάδη. Χωρίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες. Στα γνωστά, κοινά μοιρολόγια και στα πρωτότυπα ή αυθόρμητα δημιουργήματα της στιγμής. Τα πρώτα συναντά κανείς σε διάφορες συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών της Κρήτης. Τα αυθόρμητα μοιρολόγια δεν υπάρχουν γενικά στις συλλογές, καθώς ή περισυλλογή τέτοιων τραγουδιών ήταν σχεδόν αδύνατη, γιατί ήταν απαγορευμένο σε άσχετους να βρίσκονται σε χώρο όπου οι συγγενείς έκλαιγαν το νεκρό τους. Συνέβη όμως κάποιος να διατηρήσει στη μνήμη του, ολόκληρο ή αποσπασματικά, ένα γνήσιο αυθόρμητο μοιρολόι που ειπώθηκε σε ένα συγκεκριμένο νεκρό. Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκαν ελάχιστα δείγματα από πρωτότυπα μοιρολόγια. Λίγα δείγματα αυτού του είδους δημοσιεύθηκαν από το Νίκο Αγγελή τη δεκαετία του 60’. Τα μοιρολόγια συγκροτούνται από δεκαπεντασύλλαβους, άλλοτε ομοιοκατάληκτους και άλλοτε ανομοιοκατάληκτους στίχους, ενώ ένας άλλος, ακόμα, τύπος μοιρολογιού είναι τα ενδεκασύλλαβα ή δωδεκασύλλαβα με ομοιοκατάληκτο στίχο. Παραθέτουμε τρία εξαιρετικά μοιρολόγια από τη συλλογή του Νίκου Αγγελή.

Το πρώτο με δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο είναι αφιερωμένο στη μεγάλη συμφορά της Κανάκαινας, απ’ τ’ Ασκύφου Σφακίων, που σκότωσαν τους τρεις της γιους.

 

«Χριστέ και να κατέβαινε βρύση απ’ τη Μαδάρα

να πορπατεί κλιτά, κλιτά, να ‘ρχεται αγάλι, αγάλι,

να βρει τσι γούρνες εύκαιρες να μπει να τσι γεμίσει

να πλύνουν οι ανύπλητες, να πλύνουν κι οι πλυμένες,

να πλύνει κι η Κανάκαινα τα ματωμένα ρούχα.»

Το δεύτερο με δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο είναι το μοιρολόι που τραγούδησε η Βίγλαινα από τα Σφακιά για το γιο της, που ήταν βοσκός και καθώς κυνηγούσε, γκρεμίστηκε στα πλευρά του φαραγγιού της Σαμαριάς. Όπως, όμως, έπεφτε σκοτωμένος στο χάος, πιάστηκε από κάποια κλαδιά και έμεινε μετέωρος.

«Έθαψα ‘γω κι απ’ αρρωσιά, έθαψα κι από μπάλα

πέντε ‘σαν κι αποθάνασι ούλα μιτσά, μεγάλα.

Σα το δικό σου τον καυμό, άλλο καυμό δεν είχα

να σε θωρώ να κρέμεσαι τη μέρα και τη νύχτα.

Πνιγμός, γκρεμνός του τσιφτελή, του τυχερού είν΄ η σφαίρα,

μα ‘σένα σου ‘τανε γραφτό να λιώσεις στον αέρα.»

Το τρίτο με ενδεκασύλλαβο και δωδεκασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο είναι της Ζαμπέταινας από την Ανώπολη Σφακίων, η οποία το τραγούδησε για το γιο της, που σκοτώθηκε στις πρώτες μάχες της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη το 1770.

«Μαρμαρωμένο σε θωρώ, Πωλιό μου,

αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου.

Μιλώ σου και δε μου μιλείς, κλωνάρι μου,

πιάνω σε και μου φεύγεις, παλικάρι μου.

Που πάεις με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου,

που πάεις με τέτοιον ήλιο, σύντροφέ μου;»

Τα κρητικά μοιρολόγια απλώνουν τις ρίζες τους στο πολύ μακρινό παρελθόν. Πρόκειται για τη συνέχεια των ομηρικών θρηνωδών ασμάτων, τα οποία επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων και έφτασαν μέχρι την εποχή μας.

Τα Ταμπαχανιώτικα είναι τα αστικά νταλκαδιάρικα τραγούδια της Κρήτης στα οποία συνδυάζονται αρμονικά η κρητική λαϊκή μουσική με τη μικρασιάτικη και τη ρεμπέτικη. Αποδίδονται με μπουλγαρί. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή την περίοδο του Μεσοπολέμου στα Χανιά και το Ρέθυμνο. Τα παλαιότερα ταμπαχανιώτικα εντοπίζονται στα Χανιά, ένα από αυτά είναι ο περίφημος «Σταφιδιανός» του εξωμότη Κρητικού Μεχμέτ Μπέη Σταφιδάκη. Η ετυμολογία του όρου ταμπαχανιώτικα συνδέεται με τους ταμπάκηδες, δηλαδή τους βυρσοδέψες και τα ταμπάχανα. Σύντομα θα δημοσιεύσουμε σχετικό άρθρο.

μουσικές φράσεις που συγκροτούν οργανικές μελωδίες, τραγούδια και χορούς στην Kρήτη ονομάζονται κοντυλιές. Στις μέρες μας, κοντυλιές λέμε κυρίως τις μουσικές προτάσεις σκοπών της ανατολικής Kρήτης και του σιγανού χορού της κεντρικής Kρήτης, όπως αυτός αποδίδεται σε διάφορες περιοχές. Έτσι, έχουμε τις περίτεχνες κοντυλιές από τις επαρχίες Σητείας, Iεράπετρας και Bιάννου (που συνήθως δεν τραγουδιούνται, ούτε χορεύονται και με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη γρήγορη ρυθμική αγωγή) και τις φημισμένες κοντυλιές του σιγανού χορού στις επαρχίες Aγίου Bασιλείου, Aμαρίου, Pεθύμνης και περιοχής Μεσσαράς Ηρακλείου (με την πιο αργή ρυθμική αγωγή, πάνω στη μελωδία των οποίων αποδίδονται ενίοτε μαντινάδες ή ρίμες, δηλαδή πολύστιχα τραγούδια). Yπάρχουν, επίσης, κοντυλιές που εντάσσονται μεν στα παραπάνω, όμως αποτελούν προσωπικές δημιουργίες (ή διασκευές), όπως: οι κοντυλιές Kαλογερίδη στο νομό Λασιθίου και οι κοντυλιές του Καραβίτη στην επαρχία . Bασιλείου Pεθύμνης. Eντούτοις, αρκετά συχνά η λέξη κοντυλιά έχει και τη σημασία της μουσικής που αποδίδει η λύρα ή το βιολί, δηλαδή τις δοξαριές, με τον ίδιο τρόπο που η λέξη πενιά σημαίνει τη μουσική του λαγούτου, του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά. Kατά τη γνώμη του μουσικού Γιάννη Nτεληβασίλη, την οποία κατέγραψε η εξαίρετη λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, ο όρος κοντυλιά έχει την εξής αρχή: “Στα παλιά τα χρόνια μουσικό όργανο στην Kρήτη ήταν ο αυλός (χαμπιόλι ή μ(π)αντούρα), φτιαγμένος από καλάμι. Στο καλάμι το αναμεταξύ στα γόνατα μέρος λέγεται κόντυλας. Έτσι, μια που η μουσική των μαντινάδων παίζονταν πάνω στον κόντυλα (αφού εκεί ανοίγονται οι τρύπες), πήρε από ’κει τ’ όνομα κοντυλιά.”